- Συροφοίνισσα
- Συροφοί̱νισσα , ΣυροφοῖνιξSyro-Phoenicianfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συροφοίνιξ — οίνικος, ὁ, θηλ. συροφοίνισσα και συροφοινίκισσα, ΜΑ αυτός που κατάγεται από τη Φοινίκη τής Συρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σύρος + Φοῖνιξ] … Dictionary of Greek